- χαρισμός
- χᾰρ-ισμός, ὁ,A bestowing of favours, gratifying, Sopat. in Rh. 8.70 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαρισμός — ο, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρίζομαι … Dictionary of Greek
χαρισμῶ — χαρισμός bestowing of favours masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρισμόν — χαρισμός bestowing of favours masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)